κουδουνίζω

κουδουνίζω
και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι]
1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν»)
2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω»)
3. διαδίδω μυστικό
4. φρ. α) «κουδουνίζουν τ' αφτιά μου» — έχω βοή στα αφτιά
β) κουδουνίζει το κεφάλι μου» — έχω παραζαλιστεί
γ) «κουδουνίζει η τσέπη μου» — έχω αρκετά χρήματα
μσν.
διασύρω, εμπαίζω δημόσια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουδουνίζω — κουδουνίζω, κουδούνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουδουνίζω — και κουδουνάω 1. χτυπώ το κρυδούνι: Πέντε λεπτά κουδουνίζει ο επιστάτης για να μπουν οι μαθητές στις τάξεις. 2. βγάζω ήχο μεταλλικό σαν του κουδουνιού. 3. διαδίδω, διατυμπανίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφαραβώ — ἀμφαραβῶ ( έω) και ἀμφαραβίζω (Α) κροτώ, ηχώ, κουδουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀραβῶ «κροταλίζω, κουδουνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κωδωνίζω — (AM κωδωνίζω, Μ και κουδουνίζω) [κώδων] νεοελλ. (μτβ. αμτβ.) κουδουνίζω αρχ. 1. δοκιμάζω νομίσματα κουδουνίζοντάς τα για να καταλάβω αν είναι γνήσια, ή αγγεία χτυπώντας τα για να διαπιστώσω αν είναι ραγισμένα 2. μτφ. δοκιμάζω κάποιον, ελέγχω την… …   Dictionary of Greek

  • ανακωδωνίζω — ἀνακωδωνίζω (Α) χτυπώ κάτι για να δοκιμάσω τον ήχο του, κουδουνίζω …   Dictionary of Greek

  • κουδουνίστρα — η πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν τό κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα, χωρίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • κουδουνιστός — ή, ό [κουδουνίζω] αυτός που αναδίδει μεταλλικό ήχο, καμπανιστός …   Dictionary of Greek

  • κουδούνισμα — το [κουδουνίζω] 1. χτύπημα κουδουνιού 2. ήχος που βγάζει το κουδούνι 3. ήχος όμοιος με τού κουδουνιού, μεταλλικός ήχος …   Dictionary of Greek

  • τιντίρισμα — το, Ν 1. βουητό τών αφτιών 2. φρ. «μεταλλικό τιντίρισμα» ιατρ. ακροαστικό εύρημα επί πνευμοθώρακα, με μεταλλική απήχηση, το οποίο παρομοιάζεται με τον ήχο σταγόνας που πέφτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tintement «κωδωνισμός» < ρ. tinter (< λατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”