κουδουνίζω — κουδουνίζω, κουδούνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουδουνίζω — και κουδουνάω 1. χτυπώ το κρυδούνι: Πέντε λεπτά κουδουνίζει ο επιστάτης για να μπουν οι μαθητές στις τάξεις. 2. βγάζω ήχο μεταλλικό σαν του κουδουνιού. 3. διαδίδω, διατυμπανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφαραβώ — ἀμφαραβῶ ( έω) και ἀμφαραβίζω (Α) κροτώ, ηχώ, κουδουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀραβῶ «κροταλίζω, κουδουνίζω»] … Dictionary of Greek
καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κωδωνίζω — (AM κωδωνίζω, Μ και κουδουνίζω) [κώδων] νεοελλ. (μτβ. αμτβ.) κουδουνίζω αρχ. 1. δοκιμάζω νομίσματα κουδουνίζοντάς τα για να καταλάβω αν είναι γνήσια, ή αγγεία χτυπώντας τα για να διαπιστώσω αν είναι ραγισμένα 2. μτφ. δοκιμάζω κάποιον, ελέγχω την… … Dictionary of Greek
ανακωδωνίζω — ἀνακωδωνίζω (Α) χτυπώ κάτι για να δοκιμάσω τον ήχο του, κουδουνίζω … Dictionary of Greek
κουδουνίστρα — η πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν τό κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρίσ τρα, χωρίσ τρα)] … Dictionary of Greek
κουδουνιστός — ή, ό [κουδουνίζω] αυτός που αναδίδει μεταλλικό ήχο, καμπανιστός … Dictionary of Greek
κουδούνισμα — το [κουδουνίζω] 1. χτύπημα κουδουνιού 2. ήχος που βγάζει το κουδούνι 3. ήχος όμοιος με τού κουδουνιού, μεταλλικός ήχος … Dictionary of Greek
τιντίρισμα — το, Ν 1. βουητό τών αφτιών 2. φρ. «μεταλλικό τιντίρισμα» ιατρ. ακροαστικό εύρημα επί πνευμοθώρακα, με μεταλλική απήχηση, το οποίο παρομοιάζεται με τον ήχο σταγόνας που πέφτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tintement «κωδωνισμός» < ρ. tinter (< λατ.… … Dictionary of Greek